μεγάλος

μεγάλος
η , ο 1.
1) большой, крупный;

μεγάλη επιχείρηση — крупное предприятие;

οι μπότες μού είναι μεγάλες — сапоги мне велики;

μεγάλο πράμα — большое дело;

2) великий; крупный, выдающийся;

μεγάλος φιλόσοφος — крупный философ;

οι μεγάλες δυνάμεις — великие державы;

μεγάλοι άνδρες — великие люди;

αυτός έγινε μεγάλος — он стал большим человеком;

η μεγάλη εποχή τρύ Περικλή — великая эпоха Перикла;

3) большой, важный, значительный;

μεγάλο γεγονός — важное событие;

μεγάλες δυσκολίες — серьёзные трудности;

μεγάλες επιτυχίες — крупные успехи;

μεγάλη προσωπικότητα — важная личность, персона, высокопоставленное лицо;

προς μεγάλη (μου) έκπληξη (λύπη) — к великому (моему) удивлению (огорчению);

4) старший; взрослый;

μεγάλη κόρη — старшая дочь;

μεγάλες τάξεις — старшие классы;

τώρα είσαι μεγάλος — теперь ты взрослый;

5) пожилой, немолодой;

μεγάλης ηλικίας — пожилой;

μην τον βλέπεις πού είναι καλοστεκάμενος, είναι μεγάλ — он не так уж молод, как выглядит;

6) высокий, высокого роста;
7) большой, многочисленный;

μεγάλη φαμίλια — большая семья;

§ μεγάλα λόγια — а) громкие слова; — б) пустые обещания;

μεγάλος φίλος — большой друг;

μεγάλο πρόσωπο — шутл, (важная) персона, вельможа;

μικροί και μεγάλοι — от мала до велика;

με τούς μικρούς μικρός, με τούς μεγάλους μεγάλος — у него ко всем подход есть, он со всеми умеет держать себя;

τον έφαγε η μεγάλη ιδέα ирон. — он стал жертвой «великой идеи», мании величия;

τό μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό — погов, большая рыба пожирает маленькую;

μεγάλр καράβι μεγάλη φουρτούνα — погов, большому кораблю большое плавание;

μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πείς — посл, ешь пирог с грибами, да держи язык за зубами;

2. (οί) вершители судеб; сильные мира сего

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Полезное


Смотреть что такое "μεγάλος" в других словарях:

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγάλος — η, ο 1. αυτός που έχει ασυνήθιστες διαστάσεις: Το σπίτι έχει μεγάλα υπνοδωμάτια. 2. ο ενήλικος: Πέθανε ο μεγάλος της αδερφός. 3. μτφ., ισχυρός, σημαντικός, ένδοξος, διάσημος: Οι μεγάλοι αγωνιστές της επανάστασης. 4. παροιμ. φρ., «μεγάλα καράβια,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέγαλος — μέγας big masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάλος Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 457 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλος Ποντιάς — Οικισμός (υψόμ. 740 μ., 164 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλος Πρίνος — Οικισμός (30 κάτ.) της Θάσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θάσου του νομού Καβάλας …   Dictionary of Greek

  • διαβατός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 1.300 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται 9 χλμ. ΒΑ της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποστόλου Παύλου. * * * ή, ό και διάβατος, η, ο (AM διαβατός, ή, όν Α και αιολ. τ. ζάβατος) [διαβαίνω] 1. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθία — Μεγάλος ημιορεινός δήμος (υψόμ. 300 μ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Η Π. βρίσκεται χτισμένη στους πρόποδες της κορυφής Koρύλας των βουνών της Παραμυθιάς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.,), στον οποίο ανήκουν 22… …   Dictionary of Greek

  • Ίσθμια — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.030 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου. Ο οικισμός χτίστηκε μετά την αποπεράτωση της διώρυγας της Κορίνθου, ανατολικά της εισόδου της, στο έδαφος της Στερεάς Ελλάδας. Στην… …   Dictionary of Greek

  • Τάπυροι — Μεγάλος λαός στη Μηδία, ο οποίος κατοικούσε τα Τάπουρα όρη, μεταξύ Κασπίων Πυλών και των συνόρων της Παρθυραίας. Οι αρχαίοι Έλληνες περιγράφουν περίεργα έθιμα των Τ. Εκείνοι που είχαν αποκτήσει 2 ή 3 παιδιά ήταν νόμιμο να δίνουν και σε άλλους τις …   Dictionary of Greek

  • αγκαθιά — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.547 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στα δεξιά της κοιλάδας του Αλιάκμονα, κοντά στα σύνορα με τον νομό Πιερίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελίκης. * * * η [αγκάθι] 1. τόπος γεμάτος αγκάθια 2. εκδορά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»